- οὐραίων
- οὐραί̱ων , οὐραῖοςof the tailfem gen plοὐραί̱ων , οὐραῖοςof the tailmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουρόστυλο — το ζωολ.) τμήμα τής σπονδυλικής στήλης τών τελεόστεων ιχθύων, τών άνουρων αμφιβίων και τών πτηνών, το οποίο προκύπτει από τη συγκόλληση πολλών ουραίων σπονδύλων … Dictionary of Greek
πυγόστυλο — και πυγοστύλιο, το, Ν ζωολ. οστέινη πλάκα που σχηματίζεται από την συγχώνευση τών ουραίων σπονδύλων στο οπίσθιο τμήμα τής σπονδυλικής στήλης τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pygostyle (< πυγή + στύλος)] … Dictionary of Greek